Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Αυτονόητα

  




   
      Κατηφόριζα την Κοδριγκτώνος  γεμάτη άγχος και νεύρα για άλλη μια φορά.  Όπως πάντα είχα αργήσει σε ραντεβού και ο ιδρώτας μ’ έλουζε παρά το κρύο. Tα είχα βάλει με όλους και με όλα. 
Μ’ εμένα που έχω ένα θέμα με τον χρόνο και την συνέπεια, με τον γιο μου που έχει πάρει από μένα και καθυστερεί, με τους οδηγούς που σέρνουν τα αυτοκίνητα τους στον δρόμο και φυσικά με την κακοτυχία μου που δεν γεννήθηκα πλούσια ή καλλονή να έχω επιλύσει τα προβλήματα μου.
Κοίταζα κάτω θυμωμένα και οι μόνες στιγμές που σήκωνα το βλέμμα μου ήταν για να περάσω τον δρόμο. Όσο σκεφτόμουν το δράμα μου τόσο αυτό μεγάλωνε. Ο χρόνος λίγος, οι υποχρεώσεις τεράστιες και εγώ πιο κουρασμένη από ποτέ και σίγουρα πιο τρελή από ποτέ. 
Λίγο η φυσική κατάσταση που φθίνει , λίγο οι λογαριασμοί που αυξάνονται, λίγο οι έννοιες και η ανασφάλεια για το αύριο, λίγο το ένα λίγο το άλλο, στο τέλος έγινε ένα μεγάλο βαρύ "πολύ" και ένιωσα ότι έπεσε πάνω μου και με πλάκωσε.
  Δεν ξέρω γιατί και πως προέκυψε αλλά ποτέ δεν υπήρξα αυτό που λέμε η χαρά της ζωής. Από μικρή, πίστευα ότι οι άνθρωποι που έδειχναν συνέχεια χαρούμενοι ή είχαν κάποιο πρόβλημα ή αγνοούσαν  τι γίνεται μέσα και γύρω τους. 
    Με κομμένη την ανάσα μπήκα στην πολυκατοικία και κάλεσα εκνευρισμένη το ασανσέρ. "Σιγά να μην ήταν στο ισόγειο με την καντεμιά που με δέρνει"μουρμούρισα. Και τότε παρατήρησα το καροτσάκι στο πλάι της σκάλας. Παιδικό αλλά διαφορετικό.
 Παιδικό αναπηρικό…
Πάγωσα.
Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και ήρθα αντιμέτωπη μ' αυτό που φαντάστηκα. Η νεαρή μητέρα κρατούσε όρθια την 12χρονη ανάπηρη κόρη της που στηριζόταν πάνω της. 
Με τεράστια υπομονή της εξηγούσε τι ήθελε να κάνει γιατί το κοριτσάκι έχοντας νοητική υστέρηση, καταλάβαινε ελάχιστα. Με πολύ κόπο την οδηγούσε σ' ένα καναπέ που είχε στην είσοδο, προσπαθώντας να την αφήσει εκεί μέχρι να φτιάξει το καρότσι της. Ήταν στα κιλά σχεδόν ίσες όπως και στο ύψος και η βαριά ανάσα της έφτανε μέχρι εμένα.
 Κάθε βήμα της ήταν ένας αγώνας. Κάθε λεπτό της ζωής της πραγματικά δύσκολο.
Έκλεισα την πόρτα του ασανσέρ και κοίταξα το είδωλο μου στον καθρέπτη.
Ανόητη.
Μόνο αυτή η λέξη ήρθε στο μυαλό μου.
Θα πήγαινα να πάρω το παιδί μου από το μάθημα του, θα τρέχαμε στον δρόμο να δούμε ποιος θα φτάσει πιο γρήγορα, θα μαλώναμε στα ψέματα, θα γελάγαμε.
Εμείς, μπορούσαμε.
Τόσο υπέροχο και τόσο δεδομένο…
Όπως και άλλα πολλά που προσπερνούσα κάθε μέρα.. Που τα θεώρησα αυτονόητα και τα μείωσα.
Η ευλογία να έχω δουλειά,  οικογένεια,  ένα σπίτι όμορφο όπως το ονειρεύτηκα. 
Εκείνο το αυτοσχέδιο σπιτικό στην υπόγεια διάβαση της γειτονιάς μου, πόση απελπισία,  πόση μοναξιά,  φωνάζει  στους περαστικούς που ξέχασαν και αυτοί ν ακούν! 
Λίγες κουβέρτες, ένα μαξιλάρι κάτι μπογαλάκια όλη κι όλη η περιούσια ενός ανθρώπου που θα ήθελε να έχει κάτι από τα δικά μου αυτονόητα που υποτίμησα.
Υποθέτω ότι αν η ζωή μπορούσε να πάρει σάρκα και οστά θα μου έριχνε ένα χαστούκι για να ξυπνήσω.
Τόσα μου έδωσε και εγώ, ακόμα να την ευχαριστήσω...












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου