Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

   Είχε περάσει ένας χρόνος από την εγκατάσταση της νέας  γυναίκας στην απέναντι πολυκατοικία από την δική μου. Ζούσε μόνη της και καθόταν συχνά στο μπαλκόνι διαβάζοντας  ή γράφοντας στον υπολογιστή όλο το βράδυ. Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, συγκεκριμένα ούτε μια καλημέρα δεν είχαμε ανταλλάξει. Μόνο μια φορά διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας. Ήταν απόγευμα και εγώ χόρευα με το παιδί μου στο σαλόνι. Γελάγαμε και στριφογυρίζαμε χαρούμενοι μέχρι που κάποια στιγμή ένιωσα μια παρουσία. Οι κουρτίνες ήταν ανοιχτές και το βλέμμα μου έπεσε απέναντι. Στεκόταν εκεί και μας κοίταγε. Χωρίς έκφραση χωρίς ένα σημάδι για το τι σκεφτόταν. Ένιωσα αμήχανα, σαν να έκανα κάτι που δεν έπρεπε χωρίς να μπορώ φυσικά να βρω μια λογική εξήγηση σ’ αυτήν τη στάση.
    Το γεγονός ξεχάστηκε και για ένα δυο μήνες δεν έτυχε να την συναντήσω. Είχα πολλές υποχρεώσεις, λίγο χρόνο και  έβγαινα ελάχιστα  στο μπαλκόνι, ώσπου πριν από λίγες εβδομάδες την είδα να σηκώνεται από την καρέκλα της και να κρατιέται από τα κάγκελα. Το βήμα της ήταν  αργό σχεδόν συρτό. Φαινόταν άρρωστη τόσο αδύναμη που πάγωσα.
     Η τραγική είδηση του θανάτου της μετά από κάποιες ημέρες έπεσε στη γειτονιά σαν κεραυνός. Πλημμύρισε από εκείνη την σιωπή που πνίγει τα λόγια όταν χάνεται ένας τόσο νέος άνθρωπος. Η ματιά της πάνω μας ξαναήρθε στο μυαλό μου. Εκείνη λοιπόν πέθαινε και εγώ είχα όλο τον κόσμο στην αγκαλιά μου. Για αυτό άραγε διαισθάνθηκα ότι ενόχλησα; Ότι προκαλούσα; Άραγε αναρωτιόταν αν ήξερα πόσο ευτυχισμένη είμαι;
    Η επόμενη εβδομάδα κύλησε με γρήγορους ρυθμούς και με πολλή δουλειά στην επαρχία μακριά από το σπίτι μου. Αναγκαζόμουν να μένω στο εξοχικό μου, στο οποίο επέστρεφα αργά το βράδυ μόνο για να κοιμηθώ. Απαγκιστρωμένη από άλλες υποχρεώσεις, χωρίς τηλεόραση και λάπτοπ στράφηκα στα βιβλία που είχε αφήσει η μητέρα μου. Πάντα θεωρούσα την επιλογή των βιβλίων καθαρά διαισθητική υπόθεση και καθόλου τυχαία. «Η θεραπεία του Σοπενάουερ»  ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Το έπιασα στα χέρια μου και ρουφούσα την κάθε γραμμή του μέχρι τα ξημερώματα. Σταμάτησα στη φράση κλειδί. "Οι άνθρωποι ζουν το παρελθόν και το μέλλον και ποτέ το παρόν". Έφερα στο μυαλό μου τις  καθημερινές εικόνες με την οικογένεια μου, μόνο που τώρα στεκόμουν εγώ στο απέναντι μπαλκόνι και παρατηρούσα.
     Τι έβλεπα; Τον γιο μου να ανοίγει τα χεράκια του και να μου φωνάζει: «Αγκαλίτσα, αγκαλίτσα». Τo τρυφερό βλέμμα του άνδρα μου που πέφτει πάνω μου σαν χάδι. Τα παιχνίδια στη θάλασσα και το γέλιο του μικρού μας. Το πρώτο συνειδητοποιημένο σ’ αγαπώ που άκουσα από αυτόν και βούρκωσα. Την χαρά ότι κάποιοι άνθρωποι σε αυτό το γρήγορο πέρασμα μου από την ζωή με αγάπησαν και τους αγάπησα.
     Η αλήθεια είναι σαν τον καθρέπτη. Για να δεις το είδωλο της πρέπει να τον καθαρίσεις. Συνήθως είναι εκεί μπροστά σου αλλά εσύ την κατανοείς μόνο όταν είσαι έτοιμος. Μια στιγμή, μια λέξη, μια σειρά από «τυχαία» γεγονότα,  πολλές φορές αρκούν για να σε φέρουν αντιμέτωπο με αυτήν.
     Σήμερα είναι τα γενέθλια μου. Από μικρή πίστευα πως αυτή η ημέρα πρέπει να είναι μοναδική ό,τι και να έκανα μου φαινόταν λίγο. Κάτι σαν την ευτυχία που όσο και να την ζεις περιμένεις το κάτι παραπάνω. Τώρα όμως ξέρω ότι η ευτυχία είναι στο παρόν! Μια εκδρομή και πολλές αγκαλιές ήταν το πολυτιμότερο δώρο που μου πρόσφερε η οικογένεια μου.
     Σβήνοντας τα δεκάδες κεράκια στη τούρτα μου έκανα μόνο μια ευχή: «Να μη μου στερήσει το μέλλον όλα αυτά που μου δίνει το παρόν»!



   

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Τυχαία συνάντηση ..
Στεκόμουν στο φανάρι για  να περάσω απέναντι και εκείνος σταμάτησε με το αυτοκίνητο του μπροστά μου. Κοιταχτήκαμε ξαφνιασμένοι, αλλαγμένοι, σιωπηλοί. Κανείς δεν μίλησε, κανείς από τους δυο δεν ήξερε τι να πει.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια, μπορεί και να έκανα λάθος σκέφτηκα.. Εξάλλου όλες αυτές οι κουβέντες στον αέρα είναι τόσο άχρηστες και προβλέψιμες. Πόσο πιο ενδιαφέρον θα είχε αν εκφράζαμε τις πραγματικές μας σκέψεις … 
Γύρισα σπίτι και άνοιξα το κομπιούτερ. Έψαξα το mail που του είχα γράψει χωρίς να το στείλω ποτέ:

«Κάθε φορά που ήθελα να έρθω κοντά σου έφερνα στο μυαλό μου τα τελευταία σου λόγια. Καθόμαστε σε εκείνο το καφέ με την ωραία αυλή όταν σε διέκοψα απότομα και σε ρώτησα ευθέως. 
-Δεν είσαι ερωτευμένος μαζί μου;
-Όχι δεν είμαι! Απάντησες γρήγορα. Και πρέπει να μάθεις ότι δεν γυρίζει όλος ο κόσμος γύρω από εσένα.
Σου είπα συγνώμη, παρανόησα και μετά από λίγο έφυγα. Εσύ είχες το βλέμμα του θριάμβου και εγώ χαμογελούσα δείχνοντας όσο μπορούσα πιο αξιοπρεπής.
Δεν σου απάντησα σε κανένα μήνυμα σε καμία κλήση. Με ρώταγες γιατί εξαφανίστηκα.
Το θεώρησα κακόγουστο αστείο.
Αυτή η φράση σου ήταν ο σύμμαχος μου για  να μείνω μακριά. Αυτή με έκανε να συμβιβαστώ με την αλήθεια και να πάψω να ονειρεύομαι. Μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι ήταν πολύ σκληρή η προσγείωση, πολύ ανώμαλη και η αλήθεια είναι ότι ήταν επώδυνη. Την προτιμώ όμως από το να ζω στο ψέμα.  
Δεν είναι απαραίτητο να μας αγαπούν όλοι. Να αρέσουμε σε όλους. Η αγάπη δεν επιβάλλεται. Έρχεται εύκολα, αυθόρμητα. Σ’ εσένα απλά δεν ήρθε. Θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση; 
Μου είπες "πας στοίχημα ότι αν επέμενα θα με ερωτευόσουν;"
Κέρδισες το στοίχημα. Αλλά αλήθεια υπάρχει νικητής σε αυτή τη μάχη;  Έχασα; Αγαπώ χωρίς όρια τους ανθρώπους που μπαίνουν στη ζωή μου και δεν γνωρίζω κανένα φόβο προκειμένου να είμαι δίπλα τους. Είμαι χαμένη λοιπόν; Έμαθα να κάνω πίσω το εγώ μου. Είναι λίγο αυτό;

Το γράμμα τελείωνε απότομα όπως και αυτή η περίεργη σχέση. Πολλά γράμματα προς αυτόν έμειναν μισά. Όταν δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με κάποιον το ρίχνεις στην αλληλογραφία. Μόνο που πάλι δεν έχεις διάλογο…

Έκλεισα το κομπιούτερ και ευχαρίστησα τη ζωή για όλα αυτά που με άφησε να γνωρίσω. Τώρα για τις μικρές τυχαίες εισβολές του παρελθόντος στο παρόν, τι να πεις; Η Αθήνα είναι ένα μεγάλο χωριό!.

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Έτσι απλά.

Πίνω τον καφέ μου σε φάση χάνομαι και ρεμβάζω για άλλη μια φορά.
Ανάβω τσιγάρο (ναι ντρέπομαι, ξανακύλησα, δείξτε κατανόηση) και σκέφτομαι την ματαιότητα της ύπαρξης. Τον πόνο που στη πλειοψηφία βιώνουμε, τα επαγγελματικά αδιέξοδα, τον θάνατο (all time classic) και όλα τα κακά της μοίρας μας. Παίρνω και αυτό το βαθυστόχαστο κουρασμένο υφάκι και το μυαλό μαυρίζει πιο πολύ και από τους πνεύμονες όταν γεμίζουν νικοτίνη.
Στο διπλανό τραπεζάκι σκάει μύτη μια χαρούμενη δυναμική 55αρα. Ευθυτενής δείχνει ότι παίρνει την πέτρα και την στύβει.
Αντίθετα εγώ αν και νεότερη από τις βαριές σκέψεις δείχνω ότι η πέτρα με έβαλε κάτω και με έστυψε! Μου έρχεται στο μυαλό o Baudelaire και το αγαπημένο μου ποίημα.
«Αυτή η ζωή είναι ένα νοσοκομείο
όπου ο κάθε άρρωστος διακατέχεται
από την επιθυμία να αλλάξει κρεβάτι»
Ελεύθερη  μετάφραση, καθότι έχουμε  και 20 χρόνια να  εξασκήσουμε την Γαλλικήν.
Που λέτε, εκείνη την ώρα που σκέφτομαι πόσο δίκιο έχει ο ποιητής,  (για να μην με περάσετε για τελείως τρελή να αναφέρω ότι ήμουν σε κυλικείο νοσοκομείου) η κυρία μου πιάνει την κουβέντα.
Γιαγιά του παιδιού που νοσηλευόταν αντικαθιστούσε τους γονείς.
«Πολύ νέα για γιαγιά» της λέω. «Καλά πόσο ετών παντρευτήκατε;»
«Στα 18» μου λέει. «Πριν μεγάλωνα τα αδέλφια μου. Από τα 10 μου έπλενα και φρόντιζα εννιά παιδιά!»
«Πω πω τι κρίμα  να μην ζήσετε τα παιδικά σας χρόνια…» ξεστομίζω αυθορμήτως.
Με κοιτάει με μάτια γουρλωτά και νιώθω όπως αυτός στην διαφήμιση «καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς» γιατί είμαι για άλλη μια φορά εκτός πραγματικότητας.
«Ποια παιδικά χρόνια μωρέ. Και τι θα άλλαζε δηλαδή;»
Παίρνει φόρα και συνεχίζει την αφήγηση αφού εγώ καταπίνω την γλώσσα μου.
«Μια μέρα μου λέει η μάνα μου, από εδώ και πέρα εσύ είσαι υπεύθυνη για παιδιά. Εγώ έχω τα χωράφια. Φτιάξε κότα και τάισε τα. Φτιάξε κότα, σήμαινε, σφάχτη και μαγείρεψε την».
«Και την σφάξατε;» την ρωτάω εμβρόντητη.
«Γιατί μπορούσα να κάνω και αλλιώς;  Και την έσφαξα, και την ξεπουπούλιασα και το ντουφέκι έπαιρνα και σκότωνα πουλιά όταν δεν είχε φαγητό. Όλα τα έκανα. Μ’ άφησε μια χρονιά για  τρεις μήνες τελείως μόνη όταν αρρώστησε ο πατέρας μου και ήρθαν Αθήνα. Όλα όμως τα έβγαλα πέρα».
Γελάει δυνατά και είναι υπερήφανη.
Εγώ σκέφτομαι τα δικά μου παιδικά χρόνια. Αναρωτιέμαι, αν ήταν αλλιώς, σήμερα θα είχα την πολυτέλεια να αναζητώ το υψηλόν νόημα και να σκορπώ σε σκέψεις ατέρμονες;
Πόσο ωφέλιμα είναι τελικά όλα αυτά;
Η άγνωστη μου χαμογελάει. «Σε προβλημάτισα;» με ρωτάει.
«Λίγο» της λέω. «Δεν είμαι σίγουρη τι είναι καλύτερο τελικά για τον άνθρωπο».
«Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι μωρέ; Την ζωή την ζεις όπως σου έρθει».
«Έτσι απλά;"

«Έτσι, τόσο απλά…….»